- περικλυτά
- περικλυτόςfamousneut nom/voc/acc plπερικλυτά̱ , περικλυτόςfamousfem nom/voc/acc dualπερικλυτά̱ , περικλυτόςfamousfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίκλυτα — περικλυτός famous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλυτός — Έλληνας γλύπτης και χαλκοπλάστης, που αναφέρεται από τον Πλίνιο ότι έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Υπήρξε μαθητής του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου του Αργείου και δάσκαλος του Αντιφάνη από τη Σικυώνα. Ο Παυσανίας ανάφερει ως έργο του Π.,… … Dictionary of Greek